θεσμοθέσιον
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
v. θεσμοθετεῖον.
German (Pape)
[Seite 1203] τό, VLL. u. Scholl., Erkl. von πρυτανεῖον; auch θεσμοθετεῖον, τό, Plut. Qu. S. 1, 1, 2, eigtl. die Halle, wo sich die Thesmotheten versammeln.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de réunion des thesmothètes.
Étymologie: θεσμοθέτης.
Greek Monolingual
θεσμοθέσιον, τὸ (Α) θεσμοθετώ
βλ. θεσμοθετείον.
Russian (Dvoretsky)
θεσμοθέσιον: τό Plut. = θεσμοθετεῖον.