παραρρηγνύω
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
v. παραρρήγνυμι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
c. παραρρήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
παραρρηγνύω: (= παραρρήγνυμι 2) воен. прорывать, расстраивать (τὴν δύναμιν Plut.).