σκορδινησμός
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
v. σκορδίνημα.
Greek Monolingual
και σκορδινισμός, ὁ, Α
το σκορδίνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορδινῶμαι, κατά τα αρσ. σε -σμός].