ἀντιδικασία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, litigation, Aq. Pr. 20.3.
German (Pape)
[Seite 251] ἡ, Rechtshandel gegen Jemand, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδῐκᾰσία: ἡ, ἡ έναντίον τινὸς διαδικασία, «κρισολογία», Ἀκύλ. Παροιμ. κ΄, 3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ jur. litigio Aq.Pr.20.3.