παγκάκουργος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A utterly wicked, Hsch. s.v. παναίγυλος.
German (Pape)
[Seite 435] ganz boshaft, Hesych. v. παναίγυλος.
Greek (Liddell-Scott)
παγκάκουργος: -ον, παντελῶς κακοῦργος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παναίσυλος.
Greek Monolingual
παγκάκουργος, -ον (Α)
πολύ κακούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κακοῦργος.