ιδιοποιώ
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδιοποιῶ, -έω) ιδιοποιός
μέσ. ιδιοποιούμαι, -έομαι
κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι πράγμα που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι
μσν.-αρχ.
αξιώνω, απαιτώ κάτι
αρχ.
1. κάνω κάτι ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῖς παροῡσι», Γαλ.)
2. κερδίζω κάτι («ἰδιοποιεῑται Ἀβεσσαλὼμ τὴν καρδίαν ἀνδρῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)
3. παθ. έχω ιδιαίτερο χαρακτήρα.