εισποιώ

From LSJ
Revision as of 18:15, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

εἰσποιῶ (-έω) (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) υιοθετώ
2. εισάγω
3. αποδίδω σε κάποιον
4. (για πρόσ. με γεν.) παίρνω μαζί μου («τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὐτόν»)
5. (με δοτ.) κατατάσσω σε τάξη, τον κάνω να καταλέγεται («τὸ τάχος (τὴν τίγριν) εἰσποιεῑ τοῖς ἀνέμοις»)
6. παρασύρω, τραβώ προς τη μεριά μου
7. συνενώνω
8. δέχομαι σπίτι μου.