οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
μεταγεννῶ, -άω (Α, Μ μέσ. μεταγεννοῦμαι)
μέσ. μεταγεννῶμαι και μεταγεννοῦμαι
ξαναγεννιέμαι
μσν.
αλλάζω, μεταβάλλομαι
αρχ.
δίνω νέα ζωή σε κάτι, ξανανιώνω, αναγεννώ, αναζωογονώ κάτι («μεταποιεῑ καὶ μεταγεννᾷ τὰς ψυχάς», Ιώσ.).