ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread
τραπεζῶ, -όω, ΝΑ τράπεζανεοελλ.(συν. χλευαστ.) παραθέτω γεύμα, κάνω τραπέζιαρχ.1. (αμτβ.) (για θεό) λαμβάνω προσφορές2. παθ. τραπεζοῦμαι -όομαιτοποθετούμαι πάνω σε τραπέζι.