ρύζω
From LSJ
Greek Monolingual
και ῥυζῶ, -έω, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ράζω, γρυλλίζω ή γαβγίζω
2. (για γεράκι) κρώζω, κράζω
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥύζουσι
διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι»
β) «ῥυζῶν
πενθῶν
διὰ τὸ τοὺς πενθοῦντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. είναι προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. ῥάζω και τα συνώνυμα ρ. σε -ύζω: γρύζω, ἰύζω)].