ηνιοχώ

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200

Greek Monolingual

(AM ἡνιοχῶ, -έω
Α λακων. τ. ἀνιοχίω) ηνίοχος
1. κρατώ τα ηνία, οδηγώ με τα ηνία, οδηγώ όχημα («ἀνωτέρω... κατωτέρω ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῑν», Ξεν.)
2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω («Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. οδηγώ, κατευθύνω («ἡνιοχεῖν λέοντας», Λουκιαν.)
2. παθ. ἡνιοχοῦμαι, -έομαι
διευθύνομαι, οδηγούμαι.