ταρβώ

From LSJ
Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

-έω και αιολ. τ. τάρβημι και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α
(ποιητ. τ.)
1. (αμτβ.) κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, φοβάμαι, τρομάζω
2. (μτβ. με αιτ.) α) φοβάμαι, τρέμω κάτι
β) σέβομαι κάτι
3. (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) τὸ ταρβεῖν
κατάσταση τρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ταρβῶ ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα tergw- «φοβερίζω, τρομάζω» και έχει συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. tarjati «απειλώ, φοβερίζω», λατ. torvus «αγριωπός, βλοσυρός». Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το ρ. ταρβῶ στα ομηρικά κείμενα συγκριτικά με τα τάρβος και ἀταρβής οδηγεί στο να υποτεθεί ότι είναι ο κύριος τ. της οικογένειας. Η οικογένεια του ρ. αντικαταστάθηκε γρήγορα από τη συνώνυμη οικογένεια του φοβοῦμαι].