επιμαχία
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
Greek Monolingual
ἐπιμαχία, ἡ (Α) επίμαχος
1. αμυντική συνθήκη μεταξύ δύο κρατών για αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση που το ένα από τα δύο ή σύμμαχός του δεχθεί εχθρική επίθεση («...Κερκυραίοις μὲν ξυμμαχίαν μὴ ποιήσασθαι ὥστε τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους νομίζειν... ἐπιμαχίαν δὲ ἐποιήσαντο τῇ ἀλλήλων βοηθεῖν, ἐάν τις ἐπὶ Κέρκυραν ἴῃ ἢ Ἀθήνας ἢ τοὺς τούτων συμμάχους», Θουκ.)
2. συμμαχία.