ενώπιος
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
Greek Monolingual
(AM ἐνώπιος, -ον)
(το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον
κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον
(α. «ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ.
γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.)
αρχ.
1. αντιμέτωπος («καί ἐλάλησε κύριος πρὸς Μωϋσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ», ΠΔ)
2. (δοτ. πληθ. ως επίρρ.) ἐνωπίοις
αυτοπροσώπως («διαστολῶν ἡμῖν καὶ ἐνωπίοις καὶ διὰ γραμμάτων», πάπ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐνώπιον
προσωπικά, χέρι με χέρι («μετάδος ἐνώπιον, ὡς καθήκει», πάπ.)
4. φρ. «ἐνώπιοι ἄρτοι» — άρτοι προσφοράς.
επίρρ...
ἐνωπίως
ενώπιον.