αποσκολνώ

From LSJ
Revision as of 13:59, 15 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=κ. αποσκολάζω κ. αποσκολνώ (AM ἀποσχολάζω)<br />σταματώ την απασχόληση μου, ξεκου...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

κ. αποσκολάζω κ. αποσκολνώ (AM ἀποσχολάζω)
σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι
μσν.
(για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω
αρχ.
1. ψυχαγωγούμαι με κάτι
2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι.