αποσκολνώ
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
κ. αποσκολάζω κ. αποσκολνώ (AM ἀποσχολάζω)
σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι
μσν.
(για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω
αρχ.
1. ψυχαγωγούμαι με κάτι
2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι.