πολυτεχνής

From LSJ
Revision as of 12:05, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτεχνής Medium diacritics: πολυτεχνής Low diacritics: πολυτεχνής Capitals: ΠΟΛΥΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: polytechnḗs Transliteration B: polytechnēs Transliteration C: polytechnis Beta Code: polutexnh/s

English (LSJ)

ές, A wrought with much art, Orph.A.585.

German (Pape)

[Seite 674] ές, künstlich gearbeitet, Orph. Arg. 583.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτεχνής: -ές, ὁ μετὰ πολλῆς τέχνης εἰργασμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 583.

Greek Monolingual

-ές, Α
κατασκευασμένος με πολλή τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. α-τεχνής. Η οξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].