αὐτοπάτωρ
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, A self-engendered, φύσις Orph.H.10.10, Iamb.Myst.8.2; of Zeus, Aristid.Or.43(1).9.
German (Pape)
[Seite 399] ὁ, sein eigener Vater, Orph. h. 9, 10.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπάτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, αὐτὸς ἀφ’ ἑαυτοῦ γενόμενος, φύσις Ὀρφ. Ὕμν. 9. 10.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
que se engendra a sí mismo de la φύσις Orph.H.10.10, θεός Iambl.Myst.8.2, BE 1976.766 (Egipto), de Zeus, Aristid.Or.43.9, πατέρων πάντων πατὴρ αὐτοπάτωρ de todos los padres padre autor de la paternidad Synes.Hymn.1.146.
Greek Monolingual
αὐτοπάτωρ (-ορος), ο, η (Α)
πατέρας του εαυτού του, αυτός που έγινε από μόνος του.