βιβλιογράφος

From LSJ
Revision as of 09:25, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιογράφος Medium diacritics: βιβλιογράφος Low diacritics: βιβλιογράφος Capitals: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: bibliográphos Transliteration B: bibliographos Transliteration C: vivliografos Beta Code: bibliogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, A writer of books, scribe, Antiph.197, Lib.Ep.263:—also βιβλιᾱγράφος (correct form acc. to Phryn.67), Cratin.249, Luc.Ind. 24.

German (Pape)

[Seite 444] Bücher schreibend, Antiphan. Poll. 7, 210; Luc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιογράφος: ὁ, ὁ γράφων βιβλία, Ἀντιφ. Σαπφ. 2· ποιητικῶς καὶ βιβλιαγράφος, Κρατῖν. Χειρ 18, ἴδε Λοβ. Φρύν. 655· - ἐντεῦθεν βιβλιογρᾰφέω, γράφω βιβλία, Εὐστ. Πονημ. 281. 11· καὶ βιβλιογρᾰφία, ἡ, ἡ γραφὴ βιβλίων, Διοσκ. 1. 114, Διογ. Λ. 7. 36.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): βιβλια- Cratin.267, Phryn.59, Luc.Ind.24; βιβλο- Phryn.l.c., AB 29.29, Orus Att.A20
• Prosodia: [-ᾰ-]
copista, escriba Cratin.l.c., Antiph.195, Gal.15.911, 18(2).864, Phryn.l.c., Luc.l.c., Lib.Ep.263.

Greek Monolingual

ο (AM βιβλιογράφος, Α και βιβλιαγράφος)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη βιβλιογραφία
αρχ.-μσν.
γραφέας ή αντιγραφέας χειρογράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + -γράφος.