ἀγλαόκολπος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
v.l. for ἀγλαόκαρπος.
German (Pape)
[Seite 16] Lesart einiger mss. Pind. N. 3, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόκολπος: ἀγλαόκαρνος, ἀγλαόκρανος, δ. γρ. ἀντὶ ἀγλαόκαρπος, Πινδ. Νεμ. 3, 56.
English (Slater)
ἀγλᾰόκολπος, -ον
1 with lovely bosom ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (v. l. ἀγλαόκαρπον, -καρνον, -κρανον. sc. Θέτιν.) (N. 3.56) ]ἀγλαοκ[όλπου] Δωρίδος (supp. Lobel.) Θρ. 4. 4.
Spanish (DGE)
-ον
de hermoso regazo de Tetis, Pi.N.3.56, cf. Fr.128d.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαόκολπος: с роскошной грудью (Νηρέος θυγάτηρ Pind. - v. l. к ἀγλαόκαρπος).