βούτη

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

και βούτα και βούτσα, η (Μ βούττη και βοῡττις)
1. ξύλινος κάδος για διάφορες χρήσεις, φύλαξη τυριού, μεταφορά σταφίδας κ.λπ.
2. σκάφη
3. δοχείο απορριμμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία (πρβλ. αμίς, βυτίνη κ.ά.) Το λατ. buttis είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική].