γελασίνος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
ο (θηλ. -νη, η) (AM)
1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός
2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες)
τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες
3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῑναι
τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε
β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γελασ-, γελάω + -ίνος (πρβλ. ελεγξίνος «ο κριτικός», χυτρίνος «κοιλότητα» κ.λπ.)].