γαλακτόμετρο

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

το
το γαλακτοαραιόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + μέτρο
πρβλ. αγγλ. galactometer (< γάλα, -κτος + μέτρον), lactometer (νόθο σύνθ. < λατ. lac, lactis + μέτρον). Η λ. γαλακτόμετρον μαρτυρείται από το 1848 στον Ξαβέριο Λάνδερερ].