δαιταλώμαι
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek Monolingual
δαιταλώμαι (-άομαι) (Α)
ευωχούμαι, τρώω ευχάριστα με παρέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαιταλώμαι φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δαίταλος < δαις (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλεύς)].