εξάφωτος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
-η, -ο (Μ ἑξάφωτος, -ον)
αυτός που έχει έξι φώτα («ἡ ἑξάφωτος λυχνία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + φως, φωτός].