εξάφωτος

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑξάφωτος, -ον)
αυτός που έχει έξι φώτα («ἡ ἑξάφωτος λυχνία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + φως, φωτός].