ηπατουργός

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source

Greek Monolingual

ἡπατουργός, -όν (Α)
(για τον Περσέα) αυτός που κόβει το ήπαρ για μαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -ουργός < έργον (πρβλ. δραματ-ουργός, κερατ-ουργός)].