ηστός

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

ἡστός, -ή, -όν (Α)
ηδονικός, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ησ- (του ήδομαι, πρβλ. ησ-θήσομαι) + κατάλ. -τος].