Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
θεοπρόβλητος: -ον, ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐκλελεγμένος, Θεοφύλ. 2, 677, Ἄννα Κομν. 408. 412.
-η, -ο (Μ θεοπρόβλητος, -ον)
(για ιερωμένους και ηγεμόνες) ο εκλεκτός του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρόβλητος (< προ-βάλλω), πρβλ. εθνο-πρόβλητος, λαο-πρόβλητος.