Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead
ἱεροδόκος, -ον (Α)αυτός που δέχεται θυσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος, σμηνο-δόκος.