ινομύωμα

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

το
καλοήθης όγκος που αποτελείται συγχρόνως από ινώδη και μυϊκό ιστό, συνήθως στη μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibromyome < fibro- < fibre «ίνα» + myome (πρβλ. μύωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργ. Καραμήτσα].