ινομύωμα

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

το
καλοήθης όγκος που αποτελείται συγχρόνως από ινώδη και μυϊκό ιστό, συνήθως στη μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibromyome < fibro- < fibre «ίνα» + myome (πρβλ. μύωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργ. Καραμήτσα].