εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
ἰξοποιῶ, -έω (Α)κάνω κάτι ιξώδες, κολλώδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ικανο-ποιώ, μορφο-ποιώ].