ιζηματογένεση

From LSJ
Revision as of 10:04, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source

Greek Monolingual

η
γεωλ. διεργασία απόθεσης ενός στερεού υλικού που βρίσκεται σε κατάσταση αιώρησης ή διάλυσης μέσα σε ένα ρευστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sedimentation < sediment «ίζημα» < λατ. sedimentum «καθίζηση» < λατ. sedeo «κάθομαι»].