ισχυροποιός
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
ἰσχυροποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάτι ισχυρό, ενισχυτικός, δυναμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ενοχο-ποιός, ξηρο-ποιός.