τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
ἰσόπτωτος, -ον (Α)(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερό-πτωτος, μονό-πτωτος].