τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known
καλαμουργῶ, -έω (Α) πάπ. ετοιμάζω καλάμινους πασσάλους για στήριξη τών κλημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ουργῶ (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργώ, χειρουργώ].