χειρουργώ

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

χειρουργῶ, χειρουργέω, ΝΜΑ χειρουργός
εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση
αρχ.
1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)
2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν», Θουκ.)
3. φτειάχνω με τα χέρια μου, κτίζω
4. ασκώ μια τέχνη
5. παίζω ένα μουσικό όργανο
6. παράγω με τεχνικά μέσα («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῦν τες», Διόδ.)
7. αυνανίζομαι
8. (το παθ.) χειρουργοῦμαι, χειρουργέομαι
(για τόπο) α) καλλιεργούμαι εντατικά
β) (για φαγητό) παρασκευάζομαι με μεγάλη μαγειρική επιδεξιότητα.

Translations

operate (as a surgeon)

Bulgarian: оперирам; Chinese Mandarin: 動手術, 动手术; Esperanto: operacii; Finnish: leikata, operoida; French: opérer; German: operieren; Greek: χειρουργώ, κάνω εγχείρηση; Ancient Greek: χειρουργέω; Hebrew: נִתֵּחַ; Hungarian: operál, műt; Italian: operare; Khmer: វះកាត់; Maori: tapahi, poka, hāparapara; Portuguese: operar; Russian: оперировать; Spanish: operar; Thai: ผ่าตัด; Ukrainian: оперувати