Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
οαυτός που κρατά καλάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. αρματο-φόρος, αχθο-φόρος.