καριδίτσα
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
καριδίτσα, ἡ (Μ)
(με ειρωνική διάθεση) γαριδούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, -ίδος + υποκορ. κατάλ. -ίτσα (πρβλ. γλωσσ-ίτσα, πεταλουδ-ίτσα)].