καρυΐσκος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κάρυον, LXXEx.25.32, al. (pl.).
German (Pape)
[Seite 1331] ὁ, eigtl. dim. von κάρυον, kleine Nuß, in LXX. eine Art Becher.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρυΐσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κάρυον, ἴδε ἐν λ. κάροινον.
Greek Monolingual
καρυΐσκος, ὁ (Α)
καρυδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. αμφορ-ίσκος, βασιλ-ίσκος)].