καρδιοπάθεια

From LSJ
Revision as of 13:13, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. γενικός όρος για τις παθήσεις της καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiopathy < cardio- (πρβλ. καρδιο-) + -pathy (πρβλ. -πάθεια < -παθής < πάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].