ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
-η, -οκαστανός, καστανόχρους, με χρώμα σαν του κάστανου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. θαλασσό-χρωμος, σταρό-χρωμος].