καστανός

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει το χρώμα του κάστανου, χρώμα καστανό, καστανόχρωμος
2. καστανομάλλης, που έχει μαλλιά καστανόχρωμα
3. το ουδ. ως ουσ. το καστανό
το χρώμα του κάστανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον. Η λ. έγινε οξύτονη αναλογικά με τα οξύτονα επίθ. που σημαίνουν χρώμα (πρβλ. γαλανός, μελανός)].