κατάγριος
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
κατάγριος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πολύ αγριεμένη όψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άγριος (< ἄγριος), πρβλ. ημι-άγριος, παν-άγριος].