διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
κατάγριος, -ον (Μ)αυτός που έχει πολύ αγριεμένη όψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άγριος (< ἄγριος), πρβλ. ημιάγριος, πανάγριος].