κεφαλάρι
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
Greek Monolingual
το
1. το μέρος του κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το κεφάλι
2. το μακρόστενο προσκέφαλο που τοποθετείται κάτω από το κύριο προσκέφαλο του κρεβατιού, η μαξιλάρα
3. κιονόκρανο
4. επιστύλιο
5. ακρογωνιαίος λίθος οικοδομής, αγκωνάρα
6. γεωλ. καροτική πηγή με μεγάλη ανάβλυση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -άρι (πρβλ. θυμ-άρι, σιτ-άρι)].