κλινάς

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

German (Pape)

[Seite 1453] άδος, ἡ, das Tischlager, -polster, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

κλινάς: -άδος, ἡ, προσκεφάλαιον ἐπὶ ἀνακλίντρου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 3. 15.

Greek Monolingual

κλινάς, -άδος, ἡ (Α)
κλινοειδές κάθισμα, ανάκλιντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κατάλ. -άς (πρβλ. δρομ-άς, ικμ-άς)].