κολπόκλειση
From LSJ
η
ιατρ. μερική συνήθως σύγκλειση του κόλπου, για αντιμετώπιση, τις πιο πολλές φορές, της πρόπτωσης της μήτρας σε ηλικιωμένες γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpocleisis < colpo- (< κόλπος) + -cleisis (< κλεῖσις < κλείω)].