κορφοπάτης

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200

Greek Monolingual

ο
ο κορφολάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή + -πάτης (< πατώ), πρβλ. νυχτο-πάτης, ορκο-πάτης].